- παιωνίζειν
- παιωνίζωchant the paeanpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισκιρτώ — ἐπισκιρτῶ, άω (Α) [σκιρτώ] 1. πηδώ πάνω σε κάτι 2. ντροπιάζω, ατιμάζω («ἐπισκιρτᾱν τῷ νεκρῷ καὶ παιωνίζειν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek